Σάββατο 7 Μαΐου 2011

Η μαννούλα

Ποιος την κούνια μας κουνάει,
όταν είμαστε μικράκια;
Ποιος χαμογελά στο πλάι
Και γλυκά μας λέει λογάκια
και τον ύπνο προσκαλεί;
           Η μαμά μας η καλή.

Τα μαλλιά μας ποιος χτενίζει;
Ποιος μας καμαρώνει, αλήθεια;
Ποιος παιχνίδια μας χαρίζει;
Ποιος μας λέει τα παραμύθια
στη φωτίτσα μας σιμά;
            Η γλυκεία μας η μαμά.

Κι όταν κάποτε ένα στόμα
κάτι με θυμό μας λέει,
κι όταν παρακούμε ακόμα,
ποιος πονεί και σιγοκλαίει
κι έχει πίκρα στην καρδιά;
              Πάντα η μάννα μας, παιδιά.

Μάνα

Μάνα! Δε βρίσκεται
λέξη καμία
νάχει στον ήχο της
τόση αρμονία,
σαν ποιος να σ' άκουσε
με στήθος κρύο,
όνομα θείο;
Παιδί από σπάργανα
ζωσμένο ακόμα,
με χάρη ανοίγοντας
γλυκά το στόμα,
γυρνάει στον άγγελο
που τ' αγκαλιάζει
και μάνα κράζει.
Στον κόσμο τρέχοντας
ο νέος διαβάτης
πέφτει στ' αγνώριστα
βρόχια τσ' απάτης,
και αναστενάζοντας,
Μάνα μου! Λέει,
Μάνα! Και κλαίει.
Της νιότης φεύγουνε
τ' άνθια κ' η χάρη
τριγύρω σέρνεται
με αργό ποδάρι,
ώσπου στην κλίνη του,
σα βαρεμένος,
πέφτει ο καημένος.
Και πριν την ύστερη
πνοή του στείλει,
αργά ταράζονται
τα κρύα του χείλη,
και με το μάνα μου!
πρώτη φωνή του,
πετά η ψυχή του.

Παρασκευή 6 Μαΐου 2011

Ερωτας σαν τριανταφυλλο

Κάποιοι λένε ότι ο έρωτας είναι ποτάμι
Που πνίγει το τρυφερό κλαδάκι
Κάποιοι λένε ότι ο έρωτας είναι ξυράφι
Που αφήνει την ψυχή σου να ματώσει
Κάποιοι λένε ότι ο έρωτας είναι πείνα
Και μια έντονη συνεχής ανάγκη
Εγώ λέω ότι είναι ένα λουλούδι
και εσύ μόνο ένας σπόρος
Η καρδιά που φοβάται να σπάσει
Δεν μαθαίνει ποτέ να χορεύει
το όνειρο που φοβάται να ξυπνήσει
Δεν θα αδράξει ποτέ την ευκαιρία
Η ψυχή που φοβάται να πεθάνει
Δεν μαθαίνει ποτέ να ζει
όταν η νύχτα είναι τόσο μοναχική
και ο δρόμος τόσο μακρύς
και νομίζεις ότι ο έρωτας είναι μόνο
για τους τυχερούς και τους δυνατούς,
θυμήσου ότι το χειμώνα
κάτω από το πικρό χιόνιζει
ζει ο σπόρος που με την αγάπη του ήλιου
γίνεται τριαντάφυλλο την άνοιξη

Μαρινα των βραχων – Οδυσσεας Ελυτης



Εχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Μα πού γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη
της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους.
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου
πήρανε τη σκυτάλη της χίμαιρας
Ριγώνοντας μ’ αφρό τη θύμηση!
Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά
του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες
θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες
των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου
άφηναν αγκαλιές τα δυοσμαρίνια
-Μα πού γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη
της πέτρας και της θάλασσας
Σου’ λεγα να μετράς
μες στο γδυτό νερό
τις φωτεινές του μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι
την αυγή των πραγμάτων
‘Η πάλι να γυρνάς
κίτρινους κάμπους
Μ’ ένα τριφύλλι φως
στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.
‘Εχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ’ άρωμα των γυακίνθων
- Μα πού γύριζες
Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τ
ους κόλπους με τα βότσαλα
‘Ηταν εκεί ένα κρύο
αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο
αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ’ έκπληξη τα χέρια σου
λέγοντας τ’ όνομά του
‘Οπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας
‘Ακουσε ο λόγος είναι..
των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης
των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται
από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις
έναν έρωτα
‘Εχοντας μια πικρή γεύση
τρικυμίας στα χείλη.
Δεν είναι για να λογαριάζεις
γαλανή ως το κόκαλο άλλο καλοκαίρι,
Για ν’ αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους,
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
‘Η για να πας καβάλα στο μαίστρο.
Στυλωμένη στους βράχους
δίχως χτες και αύριο,
Στους κινδύνους των βράχων
με τη χτενισιά της θύελλας
Θ’ αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.